Μὲ τὸ θέμα τῶν γερμανικῶν ἀποζημιώσεων πρὸς τὴν Ἑλλάδα γιὰ τὰ δεινὰ ποὺ ὑπέστη ἡ χώρα στὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τὸ ἱστολόγιο ἔχει ξανασχοληθεῖ στὸ παρελθόν («Λογοκρισία γιὰ τὶς γερμανικὲς ἀποζημιώσεις» καὶ «Μᾶς ὀφείλουν οἱ Γερμανοὶ ἀποζημιώσεις;»).

Εἶχα παρατηρήσει ἀσυμφωνία μεταξὺ τῶν διάφορων ἰσχυρισμῶν γιὰ τὸ ὕψος τῶν ἐπιδικασμένων γερμανικῶν ἀποζημιώσεων. Ἀπ’ τὴ μιὰ ὁ Μανώλης Γλέζος ἰσχυρίζεται ὅτι

  1. ἡ Συνδιάσκεψη τῶν Παρισίων καταλόγισε στὴν Γερμανία ἀποζημίωση $7,1 δις ἀγοραστικῆς δύναμης 1938 πρὸς τὴν Ἑλλάδα·
  2. αὐτὰ τὰ $7,1 δις τοῦ 1938 ἀντιστοιχοῦν σὲ σημερινὰ €108 δις ἄτοκα.

«Τὰ Νέα», 2012-04-01, «„Δεν τίθεται θέμα γερμανικών αποζημιώσεων“ ξεκαθαρίζει το Βερολίνο»:

«Η απάντηση του Υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας […] αγνοεί την απόφαση της 19μελούς Διασυμμαχικής Επιτροπής των Παρισίων του 1946, η οποία καταλόγισε στη Γερμανία ότι οφείλει να καταβάλλει στην Ελλάδα 7 δις εκατό εκατομμύρια δολάρια, αγοραστικής αξίας 1938, δηλαδή 108 δις ευρώ χωρίς τους τόκους.

Τὰ ἴδια γράφει καὶ ἡ «Μαύρη Βίβλος τῆς Κατοχῆς» (ἀρχεῖο PDF, 15.4 Mb), τὴν ἐπιμέλεια τῆς ὁποίας εἶχε ὁ Μανώλης Γλέζος (σ. 20):

Πέρα από τους υπολογισμούς, η «Διασυμμαχική Επιτροπή», η οποία συνήλθε στο Παρίσι στις 14 Ιανουαρίου 1946 για το διακανονισμό των γερμανικών επανορθώσεων, αναγνωρίζει ως οφειλή της Γερμανίας προς την Ελλάδα το ποσό των 7,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ αγοραστικής αξίας 1938.

Über diese Berechnungen hinaus, hat das «Alliiertenkomitee» auf seiner Tagung in Paris am 14. Januar 1946 zur Regelung der deutschen Reparationen anerkannt, dass Deutschland Griechenland die Summe von 7,1 Milliarden US – $ (Kaufkraft 1938) schuldet.

Ἀπ’ τὴν ἄλλη ὁ καθηγητής τοῦ Ἀριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ζήσης Παπαδημητρίου ὑποστηρίζει στὸ Protagon ὅτι

  1. τὰ $7,1 δις ἀγοραστικῆς δύναμης 1938 ἦταν ἡ ἐπιδικασμένη συνολικὴ ἀποζημίωση πρὸς ὅλες τὶς χῶρες ἐναντίον τῶν ὁποίων πολέμησε ἡ Γερμανία·
  2. στὴν Ἑλλάδα ἐπιδικάστηκε μόλις τὸ 3,5% τῶν $7,1 δις (δηλαδή $250 ἑκατομμύρια)·
  3. αὑτὰ τὰ $250 ἑκατομμύρια ἀντιστοιχοῦν σὲ $106,7 δις ἀγοραστικῆς δύναμης 2010 ἢ €78,9 δις εὐρώ ἀγοραστικῆς δύναμης 2010:

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς γερμανών επιστημόνων, το ύψος των αποζημιώσεων ανέρχεται στο ποσό των 78,958 δις Ευρώ με βάση τις τιμές του 2010

Στη Συνδιάσκεψη των δυτικών νικητριών δυνάμεων που έλαβε χώρα στις 14 Ιανουαρίου 1946 στο Παρίσι και στην οποία συμμετείχε με εκπροσώπους της και η Ελλάδα συζητήθηκε και ψηφίστηκε το Σύμφωνο Αποζημιώσεων, σύμφωνα με το οποίο η ηττηθείσα Γερμανία κλήθηκε να καταβάλει αποζημιώσεις στους νικητές συνολικά ύψους 7,1 δις δολαρίων με βάση την αγοραστική δύναμη του 1938. Στη χώρα μας επιμερίστηκε το 3,5% αυτού του ποσού

Με βάση την αγοραστική δύναμη του 2010, η Ελλάδα εισέπραξε συνολικά 1,781 δις δολάρια από τα 106,7 δις δολάρια (με σημερινές τιμές 78,958 δις Ευρώ) που είχαν επιμεριστεί στη χώρα μας στη συνάντηση των Παρισίων του 1946.

Βλ. Karl-Heinz Roth, „Kahlfraß“(Κρανίου Τόπος) καθώς και „Die offene Reparationsfrage.Profiteure des Raubzugs müssen zahlen (Το ανοικτό ζήτημα των αποζημώσεων. Οι κερδισμένοι της ληστρικής επιδρομής θα πρέπει να πληρώσουν) στο : Lunapark 21, Zeitschrift zur Kritik der globalen Ökonomie, Heft 15, Herbst 2011, σελ. 41-50 και 51-55.

Τέλος, ὁ Sven Felix Kellerhoff γράφει στην εφημερίδα Die Welt πὼς στὴν Ἑλλάδα ἐπιμερίστηκε 4,5% τῶν ὑλικῶν γερμανικῶν ἀποζημιώσεων καὶ 2,7% τῶν ἀποζημιώσεων σὲ κάθε ἄλλη μορφή, δὲν ἀναφέρει ὅμως πουθενὰ τὸ ὕψος τῆς ἀποζημίωσης ποὺ ἐπιδικάσθηκε, εἴτε συνολικὴ εἴτε μονάχα πρὸς τὴν Ἑλλάδα.

Schuldet Deutschland den Griechen 70 Milliarden?, 2011-09-17:

Bei der Pariser Reparationskonferenz 1945/46 wurde Griechenland ein Anteil von 4,5 Prozent an den materiellen deutschen Reparationsleistungen zugestanden und von 2,7 Prozent an anderen Formen der Reparationen.

Does Germany Owe Greece $95 Billion from WW II?, 2011-09-20:

At the Paris Conference on Reparations, Greece was finally accorded 4.5% in material German reparation and 2.7% in other forms of reparations.

Die Welt & TIME: “Χρωστάει η Γερμανία στην Ελλάδα 95 δις δολάρια από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο;?;”, 2011-09-21.

Μάταια ἔφαγα τὸ Διαδίκτυο στὸ ψάξιμο γιὰ νὰ βρῶ ποιός λέει τὴν ἀλήθεια. Ἔτσι, πρὶν λίγες ἡμέρες ἀποφάσισα νὰ γράψω στὸν καθηγητὴ Ἱστορίας στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν Χάγκεν Φλάισερ. Ἰδοῦ ἡ διαφωτιστικὴ ἀπάντησή του:

[…]

Ο Μανώλης Γλέζος δυστυχώς επιμένει σε ορισμένες υπερβολές και λανθασμένες πληροφορίες, μολονότι έχω επισημάνει στον ίδιο και σε άλλους του Εθνικού Συμβουλίου, αλλά και σε τηλεοπτικές μου εκδηλώσεις ότι έτσι διευκολύνει την αδιάλλακτη “αμυντική” στρατηγική των Σραίντερ/Μέρκελ/κ.ο.κ. απορρίπτοντας τις ελληνικές αξιώσεις εν γένει ως μη σοβαρές…

Για λόγους χρόνου περιορίζομαι εδώ μόνο στα θρυλούμενα “7,1 δις $ που (τάχα) επιδικάστηκαν στην Ελλάδα” και που  οι διάφοροι νεο-αντιστασιακοί της τσέπης στη Βουλή και στα ΜΜΕ τα παπαγαλίζουν.

Στην πραγματικότητα, οι Σύμμαχοι -στο Παρίσι, τον Γενάρη του ’46, (και πουθενά αλλού)-  ΔΕΝ πήραν καμία απόφαση για πληρωτέα ΠΟΣΑ, αλλά μόνο για τα προαναφερθέντα ΠΟΣΟΣΤΑ, δηλ. για μερίδια σε μια πίτα που κανείς δεν ήξερε το πραγματικό μέγεθός της και η οποία με τα δεδομένα της εποχής αποδείχθηκε γρήγορα πολύ ισχνή. Έτσι, το μεγαλύτερο ατού της Ελλάδας ήταν το κατοχικό δάνειο, το οποίο αναγνωρίστηκε έμπρακτα ακόμη και από τη ναζιστική Γερμανία.

[…]

Ὁ Χάγκεν Φλάισερ εἶχε τὴν καλοσύνη νὰ μοῦ στείλει κι ἕν’ ἀπόσπασμα ἀπὸ βιβλίο του. Ἀντιγράφω ἐδῶ τὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα:

Κατά τη Διάσκεψη της Γιάλτας, η οποία συνήλθε τον Φεβρουάριο του 1945, […] δεν καθορίστηκε ένα συνολικό τελικό ποσό, αν και η σοβιετική πλευρά είχε προτείνει το στρογγυλό ποσό των 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων (αξίας του 1938), από το οποίο η ίδια θα έπαιρνε το ήμισυ. Αργότερα προθυμοποιήθηκε να καλύψει από το δικό της μερίδιο και τις ανάγκες της Πολωνίας. Το άλλο 50 % των γερμανικών επανορθώσεων θα το μοιράζονταν μεταξύ τους όλα τα υπόλοιπα συμμαχικά κράτη. […] οι Βρετανοί απέρριψαν κάθε δέσμευση για συγκεκριμένο ποσό, το οποίο άλλωστε ήθελαν να κρατήσουν χαμηλά, για να πληρώσουν οι Γερμανοί πρώτα τα προπολεμικά χρέη τους (ιδίως τα χρεόγραφα που προήλθαν από τις επανορθώσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου), αλλά και τα τρέχοντα έξοδα κατοχής, τις εισαγωγές τροφίμων, κλπ.

Στη Διάσκεψη του Πότσνταμ (17 Ιουλίου – 2 Αυγούστου 1945), […], σε «παράπλευρες» συνομιλίες, ο επικεφαλής της αποστολής, ο Ιβάν Μάισκι, είχε ξεκαθαρίσει στους Δυτικούς ότι ήταν έτοιμος να μειώσει τις αξιώσεις για το σοβιετο-πολωνικό ήμισυ των επανορθώσεων στα 6 δις δολάρια (από 12 δις συνολικά). Και πάλι όμως δεν βρήκε ανταπόκριση.

Αλλά ακόμη και οι μειωμένες ελληνικές απαιτήσεις, μόνον έναντι των Γερμανών υπερέβαιναν το μαγικό ποσό των 10 δις δολαρίων, το οποίο – όπως φυσικά και το πολύ χαμηλότερο των 6 δις – Αμερικανοί και Βρετανοί είχαν ήδη κρίνει υπερβολικό, ακόμη και για το σύνολο των δυτικών κρατών, συμπεριλαμβανομένων μάλιστα της Γιουγκοσλαβίας και της Τσεχοσλοβακίας.

Το 51% των καταστροφών αποδόθηκαν σε γερμανική υπαιτιότητα, το 27% και το 18% , αντίστοιχα, στους Ιταλούς και Βούλγαρους, και το υπόλοιπο σε ελληνικές και συμμαχικές ενέργειες.

[Ἡ ἑλληνικὴ ἀντιπροσωπία] αναλώθηκε σε υποθετικούς υπολογισμούς διαφυγόντων κερδών από απώλεια εισοδημάτων και προϊόντων κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και στις χρηματο-οικονομικές συνέπειες για τις επόμενες δεκαετίες (συντάξεις, κλπ.). Αντίθετα, οι μεγάλες δυνάμεις είχαν ήδη αποφανθεί ότι εξαιτίας των περιορισμένων δυνατοτήτων της ακρωτηριασμένης Γερμανίας, τα διαφυγόντα κέρδη των συμμαχικών κρατών δεν θα συμπεριλαμβάνονταν στον καθορισμό των επανορθώσεων.

Έτσι οι ελληνικές διεκδικήσεις ξαφνικά περιορίστηκαν στις υλικές ζημιές που είχε υποστεί η χώρα· ωστόσο, κατά τον υπολογισμό των ζημιών αυτών οι Σύμμαχοι επέτρεψαν στην Ελλάδα σχεδόν να τις διπλασιάσει με μια μονοκονδυλιά – από τα αρχικά δηλωμένα 3,65 δις σε 7,181 δις δολάρια – και έτσι να βρεθεί τουλάχιστον στην ίδια περίπου θέση με το συγκριτικά «άκαπνο» Βέλγιο.

Ούτως ή άλλως, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές των Αγγλοαμερικανών, η Διάσκεψη δεν είχε σκοπό να καθορίσει συγκεκριμένα ποσά, αλλά απλώς τα ποσοστά που η κάθε χώρα θα λάμβανε από τη συνολική δεξαμενή των επανορθώσεων, η χωρητικότητα της οποίας ήταν άγνωστη, οπωσδήποτε όμως πολύ κατώτερη των τεράστιων προσδοκιών.

οι μεγάλες και πλούσιες δυνάμεις […] απέσπασαν κυριολεκτικά τη μερίδα του λέοντος εξαιτίας των κριτηρίων διανομής, τα οποία οι ΗΠΑ είχαν διαμορφώσει εν κρυπτώ, με βάση πρωτίστως την παραγωγή πολεμοφοδίων και εν γένει την υλική προσφορά στην τελική νίκη των Συμμάχων.

Στη στήλη «Έξοδα πολέμου», το ποσοστό της Ελλάδας ανήλθε σε λιγότερο από 0,1%! Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αυτές, το ποσοστό που η διάσκεψη του Παρισιού τελικά επιδίκασε στην Ελλάδα παρουσιάστηκε ως γενναιόδωρο. Στο δυτικό ήμισυ της διαθέσιμης «πίτας» θα λάμβανε 2,70 % από την «Κατηγορία Α» (δηλαδή όλες τις μορφές γερμανικών επανορθώσεων εκτός της ομάδας Β, πρωτίστως όμως τις γερμανικές περιουσίες στο εξωτερικό), ενώ η καθεμία από τις αγγλοσαξωνικές δυνάμεις θα έπαιρνε 28%. Από την «Κατηγορία Β» (δηλαδή κυρίως βιομηχανικές εγκαταστάσεις και πλοία) προβλεπόταν για την Ελλάδα ένα ποσοστό 4,35%. Οι ελληνικές διαμαρτυρίες επέφεραν τελικά μια ελάχιστη αύξηση του ποσοστού και κάποιες ασαφείς υποσχέσεις για πρόσθετες επανορθώσεις σε είδος (σε γερμανικό εργατικό δυναμικό), εντούτοις η Αθήνα επέμεινε αρχικά στην άρνησή της και υπέγραψε τη συμφωνία μόλις στις 14 Ιανουαρίου 1946, με δεκαήμερη καθυστέρηση, φοβούμενη πολιτική απομόνωση.

Οι μικρές εισροές (σχεδόν αποκλειστικά σε είδος) που η Αθήνα τελικά έλαβε από τις τρεις πρώην δυνάμεις κατοχής δεν χρησιμοποιήθηκαν για τα θύματα του πολέμου, αλλά απορροφήθηκαν ανεξέλεγκτα «για την ανοικοδόμηση της χώρας» στα άδυτα του κρατικού κορβανά.

Οι ιταλικές επανορθώσεις καθορίστηκαν με τη Συνθήκη Ειρήνης στα 105 εκατομμύρια δολάρια, και αργότερα μειώθηκαν με κάποιες διευκολύνσεις πληρωμής στα 100,8 εκατομμύρια.

Από τα 985 εκατομμύρια δολάρια που η Ελλάδα είχε ζητήσει για επανορθώσεις από τη Βουλγαρία στη Διάσκεψη Ειρήνης του 1947 της επιδικάστηκαν μόνο 45 εκατομμύρια […] Τελικά, με το Σύμφωνο της 9ης Ιουλίου 1964 η Σόφια δεσμεύθηκε στην καταβολή μόνον 7 εκατομμυρίων δολαρίων σε είδος.

Από τους «μικρούς», ιδίως όμορες χώρες όπως η Δανία, το Βέλγιο και η Ολλανδία είχαν ήδη συνειδητοποιήσει ότι σημαντικό μέρος της αγροτικής τους παραγωγής παρέμεινε αδιάθετο εφόσον η κατεστραμμένη Γερμανία αδυνατούσε να αναλάβει τον παραδοσιακό προπολεμικό της ρόλο ως ο καλύτερος πελάτης τους. Έτσι η realpolitik επέβαλλε τον παραμερισμό των πολιτικής φύσεως αντιρρήσεων κατά του νέου υπερατλαντικού μανιφέστου, ότι δηλαδή η πολυπόθητη ανάκαμψη και ευημερία ολόκληρης της Ευρώπης κρεμόταν από την άμεση ανόρθωση της Γερμανίας και της οικονομίας της.

Η Ελλάδα, η οποία για την ανασυγκρότησή της είχε διεκδικήσει 100 από τις αρχικά προβλεπόμενες 1.800 και πλέον γερμανικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις που θα μεταφέρονταν στις συμμαχικές χώρες, έμεινε ανικανοποίητη.

η απώλεια αξίας για την οφειλέτρια Γερμανία ήταν σχεδόν πάντα πολλαπλώς μεγαλύτερη από το όφελος για τους λαμβάνοντες, δηλαδή τις συμμαχικές χώρες. Στη Γερμανία το «ντεμοντάζ» συγκεκριμένων βιομηχανικών μονάδων διέσπασε δοκιμασμένα παραγωγικά σύνολα, αφήνοντας άνεργους έμπειρους ειδικευμένους εργάτες. Στην προβλεπόμενη χώρα παραλαβής αντιθέτως – ιδιαίτερα όταν αυτή βρισκόταν μόλις στο ξεκίνημα της βιομηχανικής ανάπτυξης – συχνά έλειπαν η τεχνογνωσία, η κοινωνική και οικονομική υποδομή και πολλά άλλα.

το άτυπο αγγλοαμερικανικό διευθυντήριο της διασυμμαχικής Συνδιάσκεψης για το εξωτερικό χρέος της Γερμανίας επέβαλε στην περίφημη Συμφωνία του Λονδίνου (1953) να αναβληθεί «η εξέταση» (και μόνο) όλων των απαιτήσεων που πηγάζουν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο «έως τον οριστικό διακανονισμό του ζητήματος των αποζημιώσεων».

Η διατύπωση αυτή παρέπεμπε με ηθελημένη ασάφεια σε μελλοντικό διακανονισμό με μια ενιαία Γερμανία. Μια τέτοια εξέλιξη θεωρούνταν, ωστόσο, εντελώς ανέφικτη λόγω της διαίρεσης του κόσμου σε δύο εχθρικά στρατόπεδα. Με σκανδαλώδη τρόπο λοιπόν, η σύμβαση του Λονδίνου συνδύασε την επισήμανση ότι δεν παρενέβαινε στο ζήτημα των επανορθώσεων με την έσχατη, την αποφασιστική παρέμβαση στο θέμα αυτό – δηλαδή την επ’ αόριστον αναβολή της ανεπιθύμητης ρύθμισης. Με αυτόν τον τρόπο η Βόννη, βασιζόμενη στην «επικουρία των Αμερικανών φίλων μας», παρέπεμπε τη δυσάρεστη υποχρέωση των πολεμικών αποζημιώσεων στις (ανύπαρκτες ελληνικές) καλένδες! Η γερμανική στρατηγική αποσκοπούσε ρητά στην «αέναη διατήρηση αυτής της ενδιάμεσης κατάστασης εκκρεμότητας μιας μη επικυρωμένης ειρήνης, ώστε οι αξιώσεις των άλλοτε αντιπάλων μας είτε να εκπέσουν από μόνες τους είτε να παραγραφούν».

Ὁ Χάγκεν Φλάισερ παραπέμπει συχνὰ στὸ βιβλίο τοῦ Jörg Fisch Reparationen nach dem Zweiten Weltkrieg, «Ἀποζημιώσεις μετὰ τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».

Ἀπ’ τ’ ἀνωτέρω προκύπτει ὅτι:

  1. οἰ Ἄγγλοι βρῆκαν τὴν ἀρχικὴ πρόταση τῶν Σοβιετικῶν γιὰ 10 + 10 δις δολλάρια συνολικὴ ἀποζημίωση «ὐπερβολική»·
  2. στὴ συνέχεια οἱ Ἀγγλοαμερικάνοι βρῆκαν «ὑπερβολικὴ» καὶ τὴ νέα πρόταση τῶν Σοβιετικῶν γιὰ 6 + 6 δις δολλάρια συνολικὴ ἀποζημίωση·
  3. ἡ Ἑλλάδα ζήτησε $10 δις ἀποζημίωση ἀπ’ τὴ Γερμανία·
  4. τελικὰ τῆς ἐπιδικάστηκε μόνο 2,7% τῶν ἀποζημιώσεων τύπου Α και 4,5% τῶν ἀποζημιώσεων τύπου Β·
  5. οὐδέποτε ἐπιδικάστηκε συγκεκριμένο ὕψος ἀποζημιώσεων, οὔτε συνολικῶν οὔτε πρὸς τὴν Ἑλλάδα·
  6. ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν καταβολὴ χαμηλῶν ἀποζημιώσεων ἀπ’ τὴ Γερμανία, καθὼς καὶ γιὰ τὸ πάγωμα τῆς καταβολῆς ἀποζημιώσεων ἦταν οἱ Σύμμαχοι·
  7. ἡ Ἑλλάδα ζήτησε ἀρχικὰ ἀπ’ τὴ Βουλγαρία $985 ἑκατομμύρια, ἀλλὰ τελικὰ συμφωνήθηκε νὰ καταβληθοῦν μόλις $7 ἑκατομμύρια·
  8. ἡ Ἱταλία συμφώνησε νὰ καταβάλει στὴν ἙλλΑδα $100,8 ἑκατομμύρια.

Ὁ Μανώλης Γλέζος ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἀποζημιώθηκε ἀπ’ τὴν Ἰταλία καὶ τὴ Βουλγαρία. Βλέπουμε ὅμως ὅτι κι οἱ ἀποζημιώσεις αὐτὲς ἦταν πενιχρές: Ἡ Βουλγαρία συμφώνησε νὰ δώσει μόλις τὸ 0,7% τῶν ἀποζημιώσεων ποὺ εἶχε ἀρχικὰ ζητήσει ἡ Ἑλλάδα! Πῶς γίνεται καὶ εἴμαστ’ εὐχαριστημένοι μὲ τὶς βουλγαρικὲς κι ἰταλικὲς ἀποζημιώσεις, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὶς γερμανικές;

Ὁ Μανώλης Γλέζος τονίζει τὶς θυσίες τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Βλέπουμε ὅμως ὅτι ὑπάρχουν καὶ διαφορετικὰ κριτήρια στὸν ὑπολογισμὸ τῶν ἀποζημιώσεων, συγκεκριμένα ἡ πολεμικὴ δαπάνη στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ Ἄξονα. Σίγουρα δὲν εἶναι εὔκολο νὰ συμφωνήσει κανεὶς σ’ ἀντικειμενικὰ κριτήρια· ὁ ἕνας θὰ προτάσσει τὶς ἀπώλειες ζωῶν, ὁ ἄλλος τὶς ὑλικὲς ἀπώλειες, ὁ παράλλος τὴ συμβολὴ στὴ νίκη, κάποιος ἄλλος τὴ δαπάνη γιὰ ὅπλα καὶ πυρομαχικά. Ποιός ἔχει δίκιο; Ὅλοι καὶ κανένας.

Τὰ διαφυγόντα κέρδη νὰ τὰ συμπεριλάβουμε στὶς ἀπώλειες; Εἶναι ἀπώλεια ἡ ὑπογεννητικότητα; Οἱ ὧρες ποὺ δὲν ἐργάστηκαν οἱ ἐπιστρατευμένοι; Τὰ ἔνσημα ποὺ δὲν κόλλησαν; Τ’ ἀγαθὰ ποὺ δὲν παρῆγαν; Τὸ πρόβλημα ἂν τὰ παραπάνω θεωρηθοῦν ἀπώλειες εἶναι πὼς μὲ τὸ ἴδιο σκεπτικό, ὅποιος σκοτώνει κάποιον θὰ ἔπρεπε νὰ δικάζεται ὅχι γιὰ ἕναν, ἀλλὰ γι’ ἄπειρους φόνους: αὐτουνοῦ ποὺ σκότωσε, τῶν παιδιών ποὺ θὰ ἔκανε ὁ σκοτωμένος ἂν ζοῦσε, τῶν παιδιῶν ποὺ θὰ ἔκαναν τὰ παιδιά ποὺ δὲν ἔκανε κτλ. Τὸ Ταλμοὺδ καὶ τὸ Κοράνι γράφουν πὼς ὅποιος σώζει μιὰ ζωή, σώσει ὅλον τὸν κόσμο. Ἀντιστρόφως, ὅποιος σκοτώνει μιὰ ζωή, σκοτώνει τὸν κόσμον ὁλόκληρο:

Whoever destroys a soul, it is considered as if he destroyed an entire world. And whoever saves a life, it is considered as if he saved an entire world.

Mishnah Sanhedrin 4:5; Babylonian Talmud Tractate Sanhedrin 37a

Ἡ μόνη συνετὴ ἄποψη ποὺ ἔχω διαβάσει γιὰ τὶς γερμανικὲς ἀποζημιώσεις άνήκει στὸν Χάγκεν Φλάισερ ἀπὸ συνέντευξή του στὸ γερμανικὸ ραδιόφωνο:

Also Reparationszahlungen, ich versuche das auch griechischen Gesprächspartnern und auch Politikern klarzumachen, ist in der derzeitigen Situation völliger Humbug. Meiner Ansicht nach hätte Griechenland lange schon offiziell auf Reparationszahlungen verzichten sollen, aber mit der Bitte oder Bedingung oder wie immer sie das sagen wollen, dass die deutsche Seite sich zumindest mal auf die Verhandlungsbank setzt – an den Verhandlungstisch, um zu fragen, was passiert mit dem Kredit. Denn das deutsche Argument lautet immer, Reparationen werden von Verlierern an die Sieger bezahlt, mittlerweile sind wir nicht mehr Verlierer, sondern sind Partner und Freunde. Aber Schulden bezahlt man auch an Freunde.

Τώρα οι αποζημιώσεις, προσπαθώ να το κάνω σαφές και σ’ Έλληνες συνομιλητές και σε πολιτικούς, στις παρούσες συνθήκες είναι σκέτη σαχλαμάρα. Έτσι όπως το βλέπω, η Ελλάδα θα όφειλε εδώ και καιρό να παραιτηθεί επισήμως απ’ τις αποζημιώσεις, αλλά με την παράκληση ή τον όρο ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε ότι η γερμανική πλευρά τουλάχιστον θα καθήσει στην τράπεζα –στο τραπέζι– των διαπραγματεύσεων σχετικά με το ζήτημα του δανείου. Διότι το γερμανικό επιχείρημα είναι πάντοτε: «Αποζημιώσεις καταβάλλονται απ’ τους ηττημένους προς τους νικητές, αλλά στο μεταξύ δεν είμαστε πια ηττημένοι, αλλά εταίροι και φίλοι σας». Τα χρέη όμως τα εξοφλεί κανείς ακόμα κι όταν χρωστά σε φίλους.

Τὸ ἐπιχείρημα «Τὰ χρέη τὰ ἐξοφλεῖ κανεὶς ἀκόμα κι ὅταν χρωστᾶ σὲ φίλους» εἶναι γερμανικῆς νοοτροπίας, ὅχι ἑλληνικῆς. Γι’ αὐτὸ, ἂν καὶ δὲν πρόκειται νὰ ἐντυπωσιάσει ἕναν Ἕλληνα, θὰ μποροῦσε νὰ πείσει ἄνετα ἕναν Γερμανό. Κι αὐτοὶ ποὺ πρέπει νὰ πειστοῦν, προκειμένουν νὰ λάβουμε κάποιες ἀποζημιώσεις, δὲν εἶναι οἱ Ἕλληνες, ἀλλὰ οἱ Γερμανοί.

Θερμὲς εὐχαριστίες στὸν καθηγητὴ Χάγκεν Φλάισερ.